- κοινωνατικός
- κοινωνατικός, -ή, -όν (Α)(δωρ. τ.) βλ. κοινωνητικός.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κοινωνητικός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοινωνητικός — και δωρ. τ. κοινωνατικός, ή, όν (Α) [κοινωνώ] 1. δ. γρφ. αντί κοινωνικός* 2. (ο δωρ. τ.) α) γενναιόδωρος β) ελευθέριος … Dictionary of Greek